- χοιράδα
- η1. σκόπελος που μόλις εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας.2. στον πληθ., χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση των αδένων του λαιμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοιράδα — χοιράς like a hog fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιράδ' — χοιράδα , χοιράς like a hog fem acc sg χοιράδι , χοιράς like a hog fem dat sg χοιράδε , χοιράς like a hog fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHOERADES — I. CHOERADES et Pharon insulas in Alexandria Aegypti appellatas, sciunt omnes, inquit Hermolaus, in Plin. Sunt etiam Choerades, insulae Italicae: Thucydidi, l. 7. in mari Ionio, iuxta Iapygium promontorium. Item insulae, sive petrae Ponti Euxini… … Hofmann J. Lexicon universale
χοιραδισμός — ο, Ν χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράδα + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek